- πορφυροβαφώ
- -έω, ΜΑ [πορφυροβάφος]βάφω υφάσματα, με πορφύρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπορφυροβαφώ — έω, Μ βάφω κάτι με το χρώμα τής πορφύρας μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πορφυροβαφῶ (< πορφυρόβαφος)] … Dictionary of Greek